Συγγραφέας

Μιχάλης Γκανάς

Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944.
Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρία.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες συνθέτες. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν και τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών.
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή, το 2009 με το βραβείο Καβάφη, το 2011 με το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το σύνολο του έργου του, τo 2021 με το Μεγάλο Βραβείο Jean Moreas για το έργο και την προσφορά στα Ελληνικά Γράμματα. Επίσης το 2021 ήταν ανάμεσα στους finalists του The Anglo-Hellenic League Runciman Award για το δίγλωσσο βιβλίο του A Greek Ballad: Selected Poems, (Yale University Press 2020), καθώς και στους finalists του διεθνούς κύρους βραβείου Neustadt International Prize for Literature 2021 για το ίδιο βιβλίο.

Βιβλία του συγγραφέα

Γυναικών, Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες

11.66 10.49

[…] Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι.
Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. […]

Σ’ αυτό το βιβλίο ο Μιχάλης Γκανάς ενδύεται τη στολή και τη μάσκα του και βυθίζεται αύτανδρος στη θάλασσα μιας ακαθόριστης –μα επιμόνως υπαρκτής–, χώρας. Είναι μία χώρα μυστική, όπου γυναίκες υφαίνουν τα σύνορά της με τα λεπτά νήματα της αγάπης, η χώρα που αθέατες στοιχειώνουν, κυβερνούν ή γκρεμίζουν: Γυναίκες σε café, στον απέναντι δρόμο, μπροστά σε έναν υπολογιστή, στη βρεγμένη θάλασσα της μνήμης, Αιγοκερίνες, γυναίκες με τ’ όνομα Κυμοθόη, γυναίκες στο τηλέφωνο, μα πάντα γυναίκες, μέσα στη μοναξιά και τον έρωτα, την απόγνωση και τη χαρά τους.