Η άστεγη μέρα

Δεν αγαπώ πια.
Ο τελευταίος που αγάπησα πνίγηκε σε κατακλυσμούς αγάπης.
Ήταν κι αυτή η άστεγη μέρα,
που δεν έλεγε να φύγει με τίποτα.
Θαρρώ δεν είχε πού να πάει, ανάμεσα σε δυο Κυριακές
στενό το πέρασμα,
σπρώχνονται οι μέρες για να πιουν στο σιντριβάνι
του χρόνου.

Πίνουν νερό, μα δεν κοιτάνε το Θεό.

Μπουχτίσανε φιλανθρωπία.

ΑΠΑΤΡΙΔΕΣ

Εμείς οι απάτριδες
πάνω σε κόκκινο χαλί βαλμένοι
με τα σκονισμένα μας παπούτσια,
με τα μαλλιά αφρόντιστα.
Έτοιμοι για χειραψίες-ρυμουλκά.
Τις εσωτερικές μας σκάλες ανεβοκατεβαίνουν χρησμοί
μέχρι που σπάνε από καθαριότητα.
Κλέβουμε ένα χαμόγελο, μια λέξη, αλλά δεν πλουταίνει
ούτε η γλώσσα ούτε η καλοσύνη μας.
Περιμένουμε εδώ ανέκδοτα ερωτηματολόγια,
κάποια μορφή αφαλάτωσης, είναι μια δήλωση
που υποστέλλεται δηλαδή
και μια υπογραφή ακόμη που λείπουν,
μια φωτογραφία μας όταν κλοτσάμε αβαθή νερά,
τέτοια που δεν σηκώνουν κύματα.
Ούτε αντιρρήσεις.

8.96

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

0259 48 978-960-9530-58-3

Γνωρίστε τον/την συγγραφέα