Το απεργοδρόμιο

Τι είμαι τελικά;
Οι γονείς μου ανήκαν στη γενιά του Πολυτεχνείου. Είχαν έρθει με τους γονείς τους, τους παππούδες μου, ως οικονομικοί μετανάστες στην Αθήνα μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Δεν είχαν καταφέρει να πάνε στη Γερμανία
γκασταρμπάιτερ[66] όπως πολλοί από το χωριό τους. Ήταν άνθρωποι δραστήριοι, απλοί και –το πιο βασικό για την εποχή– απολιτικοί, κάτι που σήμερα πολλοί μού προσάπτουν. Ότι δηλαδή, αν και άνθρωποι φτωχοί, προτίμησαν να προκόψουν μέσα στο σύστημα παρά να ηρωοποιηθούν στις εξορίες και στον εξοστρακισμό από τα οικονομικά τεκταινόμενα της εποχής τους. Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι και οι συγχωριανοί τους που πήγαν στο Βέλγιο και στη Γερμανία πρόκοψαν επίσης, ίσως λίγο πιο γρήγορα, ίσως πιο πολύ. Αποδέχομαι το γεγονός ότι πήγαν μπροστά, οι συνθήκες ήταν οι κατάλληλες, το σύγχρονο θαύμα της δεκαετίας του 1950 και του 1960 τούς οδήγησε μαζί με εκατομμύρια άλλους σε μια σχετική ευημερία, πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής. «Η εργασία επιβραβεύεται και έχει αξία» μού έλεγε ο παππούς μου (άντε να του εξηγούσα σήμερα ότι «εργασία είναι η μισθωτή σκλαβιά»). Οι παππούδες μου δεν μιλούσαν ποτέ πολιτικά, ίσως από τον χρόνιο φόβο μην πουν κάτι που θα υπονομεύσει τη θέση τους στην κοινωνία, που με τόσο μόχθο εξασφάλισαν. Δεν ήταν τότε και όλα ρόδινα. Μια λάθος κουβέντα σε λάθος πρόσωπο μπορούσε να σε οδηγήσει στις παρυφές της κοινωνίας και τελικά στο οικονομικό περιθώριο. Ας μη γελιόμαστε ·αυτό είναι το πραγματικό περιθώριο, το οικονομικό «γιατί με φούμαρα και παχιά λόγια δεν τρέφεις την οικογένειά σου». Πάντοτε φρόντιζαν με μέτρο τα οικονομικά του σπιτιού, ακόμα και όταν μεγάλωσαν τα παιδιά τους – ο πατέρας μου. Δεν ξόδευαν παραπάνω από αυτό που έβγαζαν, κρατώντας ένα μικρό κομμάτι για αποταμίευση. Οι γονείς μου ήταν αλλιώς. Ζορίστηκαν με μέτρο στο σχολείο και το γυμνάσιο, πέρασαν σε κάποια επαγγελματική σχολή όπου και γνωρίστηκαν προς μεγάλη χαρά των παππούδων μου. […]

15.90

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

0350 230 978-960-591-049-5