Ψίχα, ψυ­χή, ψί­χου­λα, ψυ­χού­λα… Ζευ­γά­ρι πά­νε οι λέ­ξεις, μα η κα­θε­μιά εγκλω­βί­ζει το νό­η­μά της στην ορ­θο­γρα­φία της. Το πα­ρα­λί­γο που γί­νε­ται άπει­ρο και το σχε­δόν τί­πο­τα που γί­νε­ται τα πά­ντα. Ή και το αντί­στρο­φο. Όπως και οι πρω­τα­γω­νι­στές της Ψί­χας, του δεύ­τε­ρου βι­βλί­ου δι­η­γη­μά­των, με­τά τον Έναν αό­ρι­στο άν­θρω­πο (εκδ. Γα­βρι­η­λί­δης 2016), που απο­κά­λυ­ψε τη μα­ε­στρία του Σπύ­ρου Βρετ­τού στον πε­ζό λό­γο. Δη­λα­δή όχι και τό­σο πε­ζό, αφού η ποί­η­ση μπαι­νο­βγαί­νει στα δι­η­γή­μα­τα, σαν πα­ρά­θυ­ρα ανοι­χτά για να αλ­λά­ζει ο αέ­ρας. Και εί­ναι η ποί­η­ση που κά­νει την ομορ­φιά των αν­θρώ­πων που ζουν μέ­σα σε αυ­τό το βι­βλίο τό­σο ευά­λω­τη. Ακρο­βα­τούν ανά­με­σα στις ενο­χές και τις ανο­χές, στα μυ­στι­κά και τα μυ­στή­ρια, τον πό­νο και τον χρό­νο. Σας εί­πα, όλα ζευ­γά­ρια. Συ­ντε­ταγ­μέ­νες που ξε­κι­νά­νε από το ίδιο ση­μείο και δεν συ­να­ντιού­νται πά­ρα μό­νο μέ­σω όλων όσων υπάρ­χουν ανά­με­σά τους.
Ο Σπύ­ρος Βρετ­τός κα­τα­φέρ­νει μέ­σα από τις ιστο­ρί­ες του να απο­κα­λύ­ψει το με­γα­λείο του ελά­χι­στου και το αδύ­να­το των δυ­να­τών. Η τρα­γι­κή ει­ρω­νεία ξε­δι­πλώ­νε­ται εκεί που νο­μί­ζεις πως όλα τα έχεις προ­βλέ­ψει. Μα δεν εί­ναι ήρω­ες τα πρό­σω­πα των δι­η­γη­μά­των του. Εί­ναι πολ­λα­πλοί εαυ­τοί που προ­σπα­θούν να νι­κή­σουν το πα­ρελ­θόν τους. Η μνή­μη εί­ναι βά­σα­νο. Μα πώς να πας στο με­τά σου χω­ρίς βά­σα­νο; Η άνοια ίσως εί­ναι μια λύ­ση, μα κι αυ­τή έχει κε­νά και τρυ­πώ­νει η αλή­θεια. Και φτά­σα­με στην αλή­θεια, που οι πρω­τα­γω­νι­στές άλ­λο­τε την κρύ­βουν, άλ­λο­τε τη ντύ­νουν με μια δεύ­τε­ρη επί­πλα­στη αλή­θεια για να εί­ναι λι­γό­τε­ρο οδυ­νη­ρή, και άλ­λο­τε κά­νουν αγω­νιώ­δεις προ­σπά­θειες να την απο­κρύ­ψουν. Η μνή­μη της αλή­θειας και η αλή­θεια της μνή­μης. «Όμως, το ότι ξε­χνάω δεν ση­μαί­νει πως δεν θυ­μά­μαι. Θα σας πω ένα πα­ρά­δειγ­μα. Θυ­μά­μαι πο­λύ κα­λά σε τι χρη­σι­μεύ­ει το στό­μα.»(Η Ψί­χα, σελ. 9).Άλ­λο ένα ζευ­γά­ρι συ­ντε­ταγ­μέ­νων που χω­ρά­ει μύ­θους, πα­ρε­ξη­γή­σεις και φό­βους.
Σας αρέ­σει ο κι­νη­μα­το­γρά­φος; Αν ναι, τό­τε Η Ψί­χα απο­τε­λεί ιδα­νι­κή επι­λο­γή για σας. Τα δι­η­γή­μα­τα θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι ται­νί­ες μι­κρού μή­κους, κα­τά προ­τί­μη­ση ασπρό­μαυ­ρες, αφού η μνή­μη και το πα­ρελ­θόν, το όνει­ρο και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δη­μιουρ­γούν ένα τέ­λειο σκη­νι­κό για εσω­τε­ρι­κές κα­τα­δύ­σεις, ανα­πο­λή­σεις, flashbacks και, φυ­σι­κά, δρά­ση. Μό­νο που η δρά­ση δια­νύ­ει μια με­γά­λη δια­δρο­μή κα­τά την οποία οι πρω­τα­γω­νι­στές αντι­με­τω­πί­ζουν πρώ­τα τους εαυ­τούς τους και με­τά τους άλ­λους. Σε όλα σχε­δόν τα δι­η­γή­μα­τα, έχω την αί­σθη­ση πως οι ήρω­ες, αυ­τοί οι ευά­λω­τοι και γε­μά­τοι αδυ­να­μί­ες ήρω­ες, βα­σα­νί­ζο­νται από ενο­χές και αγω­νί­ες, εξο­μο­λο­γού­νται τις αμαρ­τί­ες τους προσ­δο­κώ­ντας την αθώ­ω­ση αλ­λά και την αθω­ό­τη­τα. Τα δι­λήμ­μα­τα και τα μυ­στι­κά τους μα­ταιώ­νο­νται από τους ίδιους, ενώ με έναν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό τρό­πο λυ­τρώ­νο­νται απ’ τα σκο­τά­δια τους ή τα αγα­πά­νε. Κα­νέ­νας στο βι­βλίο αυ­τό δεν εί­ναι κα­κός. Ή του­λά­χι­στον, δεν έχει κα­κή πρό­θε­ση. Όλες οι «πα­ρα­βά­σεις» και οι απο­κλί­σεις τους μοιά­ζουν πταί­σμα­τα, σκα­ντα­λιές αν­θρώ­πων που θέ­λουν πολ­λά δο­κι­μά­ζο­ντας λί­γα. «Το πα­ρελ­θόν δεν αλ­λά­ζει, μό­νο η ερ­μη­νεία του. Έτσι μπό­ρε­σα και κρα­τή­θη­κα στη ζωή, ερ­μη­νεύ­ο­ντας τα πράγ­μα­τα όπως με βό­λευε. Αθώ­ω­να, κα­τα­δί­κα­ζα, χρη­σι­μο­ποιού­σα όπως ήθε­λα κά­θε φο­ρά τα στοι­χεία, ανα­θε­ω­ρού­σα και συ­νέ­χι­ζα» (Η πέ­τρα του σκαν­δά­λου, σελ. 40).
Το βι­βλίο έχει, επί­σης, πο­λύ δυ­να­τούς μο­νο­λό­γους. Θα μπο­ρού­σε να ήταν και δι­κοί μας, αφού τα πρό­σω­πα των δι­η­γη­μά­των συ­χνά ταυ­τί­ζο­νται μα­ζί μας. Άν­θρω­ποι κα­θη­με­ρι­νοί, που θέ­λουν να φτά­σουν στον εαυ­τό τους. Ξε­γυ­μνώ­νουν την ψυ­χή τους και φα­νε­ρώ­νουν την ψί­χα της ζω­ής. Άλ­λο­τε μι­λά­νε απλά, άλ­λο­τε με γρί­φους και άλ­λο­τε με στί­χους τρα­γου­διών που κρέ­μο­νται στην άκρη του γκρε­μού της μνή­μης. «Έχω αγριέ­ψει. Θέ­λω να ανά­ψω το φως και να ηρε­μή­σω τη μά­να που έχει ανα­ση­κω­θεί στο κρε­βά­τι και φω­νά­ζει: Πες μου ση­μά­δια του κορ­μιού, ση­μά­δια της αγά­πης… Γε­λά­ει και απο­κοι­μιέ­ται. Αύ­ριο δεν θα θυ­μά­ται τί­πο­τα» (Η Ψί­χα, σελ. 18).
Ο Σπύ­ρος Βρετ­τός ψυ­χα­να­λύ­ει όλα αυ­τά τα πρό­σω­πα, φέρ­νο­ντάς τα στα μέ­τρα μας, κά­νο­ντάς μας να τα αγα­πή­σου­με για όσα εί­ναι και όσα δεν έγι­ναν, για όσα έκα­ναν και όσα δεν πέ­τυ­χαν. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας φω­το­γρα­φι­κούς όρους, θα έλε­γα πως ο συγ­γρα­φέ­ας παί­ζει με το βά­θος πε­δί­ου των ιστο­ριών του και εί­τε επι­λέ­γει να φαί­νο­νται όλα κα­θα­ρά, εί­τε απο­μο­νώ­νει τον ήρωα τό­σο πο­λύ που δεν μπο­ρείς να δια­κρί­νεις ποιος εί­ναι πού, ποιος κά­νει τι, ποιος εί­ναι ο ένο­χος και ποιος ο αθώ­ος… Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σπά­ζει σε κομ­μά­τια και η φα­ντα­σία δέ­νε­ται σε φτε­ρό. Ζευ­γά­ρι πά­νε πά­ντα, ωστό­σο…
Κλεί­νο­ντας, θέ­λω να το­νί­σω τη συ­γκί­νη­ση που μου προ­κά­λε­σε η ανά­γνω­ση της Ψί­χας, συ­γκί­νη­ση που προ­κα­λεί το μέ­σα έξω της ψυ­χής και του βλέμ­μα­τος, της ζω­ής και της ελ­πί­δας, του τέ­λους και της αρ­χής. Όλα κα­τα­λή­γουν σε λύ­τρω­ση, τό­σο των ηρώ­ων όσο και του ανα­γνώ­στη. Στο σύ­νο­λό του το βι­βλίο μοιά­ζει με μία σύν­θε­ση, πα­ρό­λο που σε κά­θε δι­ή­γη­μα εμ­φα­νί­ζο­νται δια­φο­ρε­τι­κά πρό­σω­πα και χα­ρα­κτή­ρες. Το θε­ω­ρώ ένα αφιέ­ρω­μα στην αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη και την ομορ­φιά της, ένα μι­κρό συ­να­ξά­ρι αγί­ων της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, που άλ­λο­τε κλαί­νε, άλ­λο­τε γε­λά­νε, άλ­λο­τε αγα­πούν και άλ­λο­τε χω­ρί­ζουν, κρυ­φά ή φα­νε­ρά. Και σου λέ­νε «έλα», εί­σαι ένας από εμάς. Εδώ θα βρεις το χρώ­μα σου, από εδώ θα πε­ρά­σεις στο αλ­λού σου ή στο που­θε­νά σου.