Κούλα Αδαλόγλου, «Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος», Εκδ. Μελάνι, 2022
Με μακρά θητεία, πολύ σημαντικό έργο και αναγνωρίσιμη φωνή, η Αδαλόγλου προσέρχεται με μια καινούρια ποιητική συλλογή που αξιοποιεί και βαθαίνει τα ήδη κεκτημένα. Απ’ το θέμα του χρόνου, των σχέσεων, της μνήμης και της μοναξιάς αρδεύει ξανά η ποιήτρια, χαμηλόφωνα, εξομολογητικά και, θεωρώ, ακόμη πιο ώριμα. Η αίσθηση μιας ανοιχτής πληγής, διαρκώς επανερχόμενη με το χωρίς απόκριση β΄ ενικό, συντροφεύει την ανάγνωση υπό το κλίμα μιας στοχαστικής μελαγχολίας. Τα ποιήματα ομολογούν την απουσία, επιχειρούν να καλύψουν τις σιωπές, προσφεύγουν στη μνήμη, ντύνονται αρχαίους μύθους και πάνω απ’ όλα διοχετεύουν διά του λόγου την ήρεμη οδύνη τους. Ως πιο σημαντικά γνωρίσματα της ποιητικής γραφής αναγνωρίζω τα εξής:
– Το αρχαίο θέμα: Τα πρόσωπα που δανείζεται η Αδαλόγλου, αξιοποιώντας τη σεφερική τεχνική της ανάκλησης και επανερμηνείας ενός θεματικού μοτίβου απ’ τους μύθους και τα έργα των αρχαίων, σαν να λυγίζουν και να συντρίβονται υπό το βάρος των συμβολισμών. Το μυθικό προσωπείο τους θρυμματίζεται και σπάζει για να φανούν οι πληγές κι οι ρυτίδες κάτω από ένα συναίσθημα ιστορικής κούρασης. Οι αρχαίοι ήρωες εξελίσσονται σε σύγχρονους αντιήρωες, ώστε μέσα από μια διαδικασία αντίστροφης μυθοποίησης να μνημειωθούν λογοτεχνικά οι αδυναμίες, οι φόβοι, οι αγωνίες, η μοναξιά του απλού και καθημερινού ανθρώπου.
– Το α΄ ενικό: Ένα χαμηλόφωνο και εξομολογητικό ποιητικό υποκείμενο, που παρατηρεί, περιγράφει, στοχάζεται εμπλέκοντας τον μέσα με τον έξω χώρο ή ακριβέστερα προβάλλοντας στον έξω χώρο τα βιώματα, τις πληγές και τις μνήμες μου συνέχει διά της προσωπικής μαρτυρίας τα πιο πολλά ποιήματα της συλλογής. Η ποιητική αφόρμηση ξεκινά συνήθως από μια σκέψη, μια εικόνα, ακολούθως διατρέχει τον έξω χώρο και στο τέλος εισδύει στην ενδότερη πληγή. Κάθε ποίημα είναι η ανακοίνωση μια τέτοιας πληγής με τη σιωπηρή, άρα και τραγική, επίγνωση του ανήκεστου της βλάβης.
– Η υπερρεαλιστική παρείσφρηση: Εκεί όπου η οδύνη κι η αγωνία χτυπάνε κόκκινο, όταν η ρεαλιστική απεικόνιση αδυνατεί να αποτυπώσει την πνευματική-ψυχολογική σύγχυση του ποιητικού υποκειμένου, όπου εν πάση περιπτώσει η ίδια η πραγματικότητα δεν χωρά στα στενά λογικά όρια, εμφανίζονται κάποιοι συνδυασμοί λέξεων και εικόνων μ’ έντονο το στοιχείο του παραλόγου, για να επαυξήσουν την εκφραστικότητα και να βαθύνουν το αισθητικό παλίμψηστο της γραφής – εντός της οποίας θα μπορούσαν βεβαίως να εντοπιστούν κι άλλες γόνιμες επιρροές.
– Η αντίστιξη παρόντος-παρελθόντος: Συνήθης, στα όρια του στερεοτυπικού, η αντίθεση ανάμεσα στο ζοφερό παρόν και στις διαψευσμένες ελπίδες ενός ρόδινου παρελθόντος, με τον χρυσούν αιώνα του Ησιόδου και τον παράδεισο των πρωτοπλάστων να μας κλείνουν απ’ το βάθος της ιστορίας συνωμοτικά το μάτι. Σε πείσμα όλων των γεροντίστικων εξωραϊσμών, το παρελθόν της Αδαλόγλου κυοφορεί όλες τις διαψεύσεις, όλες τις ήττες, όλες τις προδοσίες του παρόντος. Ό,τι μένει σαν ποιητική επίγευση είναι η αίσθηση της ψευδαίσθησης που μας σέρνει απ’ τα μαλλιά μπροστά στον καθρέφτη, για να μας θέσει ενώπιον των ευθυνών μας, αφαιρώντας προηγουμένως το λογοτεχνικό μαξιλαράκι της ηθογραφίας.
– Η λεπτή ειρωνεία: «Προς το παρόν / ο μόνος νότος είναι κάποιων νεκρών στον ύπνο μου. / Φτιάχνουμε πράγματα μαζί / αλλά φεύγουν πάντα πριν τελειώσουμε / Έτσι ελπίζω να μη φύγω κι εγώ μαζί τους for ever / να μείνω εδώ όσο χρειάζεται / να λειανθεί το χείλος του γκρεμού / να μπει ένα πλέγμα / να μην επικρέμαται η πτώση μου» (Προς το παρόν», σελ. 21).
– Η εν κενώ συνομιλία: Ο ποιητικός λόγος εκφέρεται τις πιο πολλές φορές ευθέως, σαν λόγος ή σαν σκέψη που απευθύνονται σ’ ένα εσύ απ’ το οποίο δεν αναμένεται απάντηση. Το εσύ λείπει, υπάρχει σαν μνήμη και συχνότερα σαν πληγή, οπότε το ποιητικό υποκείμενο είτε αρέσκεται στις αποσιωπήσεις είτε λαμβάνει τον λόγο για να απαντήσει στις δικές του τις ερωτήσεις. Η επικοινωνία πέφτει στο κενό με την εικόνα του ποιητικού υποκειμένου να σκύβει κάτω και να σηκώνει προς μία τις λέξεις του. Το ποίημα γίνεται η αρένα της σιωπής.
– Η λειτουργία της «υποκατάστασης»: Βιολέτες, πασχαλίτσες, τέττιγες, μέλισσες, καθρέφτες, πεταλούδες, εσάρπες, ντουλάπια, σερβίτσια, περιστέρια, αράχνες, παλιές φωτογραφίες –πράγματα και ζώα, επανέρχονται στα περισσότερα ποιήματα της Αδαλόγλου για να γεμίσουν το κενό του ανθρώπινου λόγου και της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ποιήτρια διατηρεί σχέση οικειότητας μαζί τους, σαν να μοιράζεται την ίδια μοίρα, πάνω τους διακρίνει τις δικές της ήττες, σιωπές, φθορές και ματαιώσεις. Δεν κρύβεται όμως πίσω τους, δεν κατασκευάζει σύμβολα και δεν μιλά με υπαινιγμούς. αναφερόμενη σε αυτά μιλά με τρόπο ευθύ για τον εαυτό της.
– Η καθημερινή ομιλία: Δεν υπάρχει αυτή η αίσθηση της υποκριτικής μίμησης, που συχνά δημιουργούν ακόμη και οι πιο έντεχνες γραφές που έχουν μια ορισμένη γλωσσική ποικιλία σαν πρότυπο και μοχθούν για να την αποδώσουν. Η Αδαλόγου δεν αποδίδει απλώς, αλλά μιλά την καθημερινή γλώσσα στους φυσικούς ρυθμούς του μονολόγου, του διαλόγου, των ενδόμυχων σκέψεων. Η απλότητα, που πετυχαίνει, δεν είναι το εκβιασμένο αποτέλεσμα της γλωσσικής επεξεργασίας αλλά η φυσική απόρροια μιας συνεπούς γλωσσικής διαδρομής.
Κλείνοντας, όσοι διαβάζουμε, όσοι μελετούμε, όσοι απολαμβάνουμε την Αδαλόγλου ξέρουμε εδώ και χρόνια ότι η ποίησή της δε χαϊδεύει, δεν υμνωδεί, δεν ανακουφίζει και κυρίως δεν χαρίζεται. Κάθε συλλογή βαθαίνει το τραύμα που αισθητικά ξύνει.
* O Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος
Πηγή: https://www.fractalart.gr/o-dromos-ths-epistrofis-einai-apokrimnos/