Νέα / Εκδηλώσεις

ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ

Βίβιαν Αβρααμίδου- Πλούμπη «Της ντροπής», εκδ. Μελάνι

 

Με τον υπότιτλο «73 μικρές βαρωσιώτικες ιστορίες» η Βίβιαν Αβρααμίδου- Πλούμπη που γεννήθηκε στην Αμμόχωστο και έφυγε με την εισβολή, ζωντανεύει το πατρικό της και τη κατακερματισμένη γενέθλια πόλη της, τη διχοτόμηση του νησιού της και τον ανθρώπινο αλύτρωτο και αδικαίωτο καημό.

«Έπρεπε να εκφράσω με λέξεις τις ιστορίες· γιατί αλλιώς φοβόμουν πως θα μου κάψουν το πρόσωπο» δήλωνε η συγγραφέας στην συνέντευξή της στην βραβευμένη επίσης Κύπρια συγγραφέα Κωνσταντία Σωτηρίου, η οποία δημοσιεύθηκε στο fractal. Και μέσα από ένα βιβλίο όπου μέσα από 73 ιστορίες που αποτελούν ένα κατακερματισμένο χρονικό ανθρώπων και πόλης, μαθαίνουμε πως μιλά κάποιος για τη γενέθλια γη, πως περιγράφει κάποιος μια πόλη που χάθηκε, πως αποχαιρετά την παιδική του ηλικία διασώζοντας ταυτόχρονα και μέσα στο χρόνο όλα αυτά τα πολύτιμα και τιμαλφή. Διότι μέσα από το βιβλίο «Της Ντροπής: 73 Βαρωσιώτικες ιστορίες» η Βίβιαν Αβρααμίδου- Πλούμπη μιλά για την Αμμόχωστο των παιδικών της χρόνων που χάθηκε, την διάνοιξη της περίκλειστης πόλης δύο χρόνια πριν από το Άγκυρα το 2020 και όλα όσα στοιχειώνουν το σήμερα 50 σχεδόν χρόνια μετά την Τουρκική εισβολή. Και με γλώσσα άλλοτε τρυφερή, άλλοτε νοσταλγική και καταγγελτική, η Βίβιαν Πλούμπη θυμάται, λυπάται και θυμώνει, ξορκίζοντας τα φαντάσματα του πολέμου και της πολιτικής. Αλλά πάνω απ’ όλα τα στοιχειωμένα φαντάσματα της ίδιας της τής ζωής.

«“Της ντροπής” ονομάσαμε τη συλλογή αυτών των μικρών μου διηγημάτων, που γράφτηκαν από τον Οκτώβριο του 2020 έως τον Μάρτιο του 2022. Ντροπή για την ανελέητη τουρκική κατοχή, ντροπή για την ατιμώρητη προδοσία που προηγήθηκε, ντροπή ακόμα για το άλυτο πρόβλημα, που τόσα χρόνια απορρίπτουμε, αφήνοντας το μισό μας νησί σε ξένα χέρια και τις πληγές μας ανοιχτές να κακοφορμίζουν. Της ντροπής.» Εξηγεί τον τίτλο στον πρόλογό της η συγγραφέας και μέσα από πρωτοπρόσωπες σπαρακτικές αφηγήσεις πρωτίστως στις ιστορίες ζωντανεύει των ανθρώπων και της πόλης την παλιά ζωή, τον ξεριζωμό των κατοίκων και τον κατακερματισμό της Αμμοχώστου, διασώζει και μεταφέρει τον βασανιστικό αντίτυπο και τον αγιάτρευτο καημό. Επειδή μπορεί οι ζωντανοί και να συνηθίζουν, αλλά εκεί τριγυρνούν και βασανίζονται ατέλειωτα οι αδικαίωτοι νεκροί:

«Φτάνοντας στην οδό Δημοκρατίας, έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της. Είχε ξεχάσει την πόρτα μισάνοιχτη. Σήκωσε τους ώμους. Για τη γιαγιά Θεοδώρα, σκέφτηκε. Μόνο εκείνη θα ‘χει πια το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει όποτε θέλει. Όσο να ‘ρθουν οι καινούργιοι, βέβαια. Ανάμεσα στα τους πράγματα δε θα της κάνει πια καρδιά να σεργιανίζει.

»Εκείνην σκεφτόταν πιο πολύ. Που θα ‘χει να βολεύεται τώρα; Οι ζωντανοί συνηθίζουν. Μπορεί και να ξεχνάνε. Οι άλλοι είναι σαν τις γάτες. Εκεί που μάθανε. Εκεί που φίλησαν και φιληθήκανε. Εκεί που άκουσαν το πρώτο κλάμα του παιδιού τους. Στις μυρωδιές που ρούφηξαν οι τοίχοι της κουζίνας τους. Στις κουβέντες που πλανιόνται πίσω από τις κλειστές πόρτες τν υπνοδωματίων’ εκείνες, τις καλά ειπωμένες, μα και τις άλλες’ τις πικρές’ αυτές που επαναλαμβάνονται μέσα στο κεφάλι μας σαν κακός εφιάλτης.

»Εκεί κουρνιάζουν. Μαζί με τα γέλια γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι, τα χτυποκάρδια στις στραβοτιμονιές της ζωής, τις στενάχωρες σκέψεις, τη μελένια γεύση που αφήνουν οι επιτυχίες. Δίπλα στο γιασεμί που φύτεψαν και θέριεψε κι αγκάλιασε όλο το σπίτι και ξετρέλανε με τα’ αρώματά του τη γειτονιά.

»Πόσο έρημα μοιάζουν τα σπίτια άμα αδειάζουν απ’ τις ψυχές…»

Με τα περισσότερα ρήματα στον παρατατικό, ό,τι ζήσανε και ό,τι συνέβη εξάλλου είναι σε παρελθόντα χρόνο, με τις λέξεις «άδεια», «ξεριζωμός» και «προσφυγιά» να επαναλαμβάνεται και την φιγούρα της γιαγιάς Θεοδώρας σε κάθε διάσταση να περιδιαβαίνει τον χωροχρόνο, με έντονες τις παλιές γεύσεις και μυρωδιές, τα συναισθήματα νωπά, η συγγραφέας στέκεται πιστή στη ρήση του Μαλαρμέ: «ο κόσμος φτάχτηκε για να χωρέσει σε ένα βιβλίο». Μονάχα που στην συγκεκριμένη περίπτωση της Κύπρου, παρότι τα βιβλία των Κυπρίων και ειδικά της Βίβιαν Αμβααμίδου- Πλούμπη διαβάζονται και σωματικά, το αλύτρωτο φουσκώνει σαν το προζύμι και πνίγει χώρο και χρόνο. Αυτό που συνέβη τότε, ζητά δικαίωση, γίνεται έγκαυμα, συρίγγιο γίνεται ο καημός.

Ωστόσο η συγγραφέας γενναιόδωρα απλώνει χέρι και στον απέναντι. Είναι και οι τούρκοι κάτοικοι σε όλο αυτό:

«Όλες εκείνες τις μέρες έδιναν κι έπαιρναν στη μονάδα διάφορες τρομακτικές ιστορίες για στοιχειωμένα σπίτια και καταραμένα αντικείμενα. Δεν φανταζόμουν όμως ποτέ πως στο δικό μου κεφάλι η κατάρα θα έπεφτε με τη μορφή ενός ζευγαριού πασουμιών» (Τα πασούμια).

Στοιχειώνουν τα σπίτια και τ’ αντικείμενα οι αλύτρωτες ψυχές.

Ένα βιβλίο κυριολεκτικά με μνήμη, ψυχή, πνοή. Γραμμένο με μια πες σωματική γλώσσα, της καρδιάς. Ένα βιβλίο χρέος στα παιδικά χρόνια και στη γενέθλια πόλη, στο νησί που συνοδεύει την συγγραφέα όπου κι αν βρίσκεται, τη σημαδεύει (είναι ταυτότητά της εξάλλου, δακτυλικό αποτύπωμα) σε όλη της τη ζωή.

Η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη που γεννήθηκε το 1958 στην Αμμόχωστο της Κύπρου, μετά την τούρκικη εισβολή το 1974 και την κατάληψη της πόλης της, έζησε στην Αθήνα και στην Πράγα της Τσεχίας. Σπούδασε Οικονομικά στην Αθήνα και Στατιστική στο Seattle των ΗΠΑ. Από το 2001, εργάζεται στην Πράγα μαζί με τον σύζυγό της στην προσωπική τους κατασκευαστική εταιρεία. Έχει γράψει οχτώ μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων. Το πρώτο της μυθιστόρημα βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κύπρου, δύο άλλα τιμήθηκαν από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, ενώ τα υπόλοιπα περιλήφθηκαν στη βραχεία λίστα για Κρατικό Βραβείο της Κύπρου. Έργα της μεταφράστηκαν στα τσέχικα, ρουμάνικα και τούρκικα.

Και όσο για την θεματολογία της, όπως έχει αναγνωρίσει η ίδια η συγγραφέας: «Πάντα υπάρχουν ισχυρά ερεθίσματα για έναν συγγραφέα προκειμένου να αναπτύξει ένα λογοτεχνικό έργο. Και πάντα, η ιστορία του μικρότοπου στον οποίον ζει, είναι φυσικό να αποτελεί μια αφορμή. Στη δική μας περίπτωση, η παραμονή του κυπριακού στο προσκήνιο σαν άλυτο πρόβλημα, σαν μια πληγή που όλο κακοφορμίζει, είναι πολύ φυσικό να τριβελίζει το μυαλό κάθε σκεπτόμενου άνθρωπου. Είναι φυσικό να κάνει αναφορές σε αυτό, άμεσα ή έμμεσα και όχι απαραίτητα από την καθαρά πολιτική του σκοπιά. Δεν θα το έλεγα, ούτε ευλογία μα ούτε και κατάρα. Ούτε καν μοίρα. Μια πραγματικότητα είναι που οφείλουμε όλοι με κάποιο τρόπο να την παλέψουμε. Κι αν φαίνεται να επανερχόμαστε σε ίδιο θέμα, αν κάποιοι το πούνε κουραστικό, προσωπικά θα διαφωνήσω και θα πω πως η αναμόχλευση επιτρέπει στην αλήθεια να βγει στον αφρό. Αλλιώς, θα κολλήσει στον πάτο του βαρελιού σαν μούργα. Και η ντροπή τότε θα είναι και δικιά μας.»

Όσο για το βιβλίο: «Όταν το 2020 ο Τούρκικος στρατός άνοιξε μετά από σχεδόν μισό αιώνα ένα πέρασμα μεταξύ Βαρωσιού και Βαρωσιού κι έστησε εκεί ένα τουρνικέ που μετράει του χτύπους της καρδιάς μας, οι ταξιδιωτικές οδηγίες λόγω της πανδημίας δε μου επέτρεπαν να έρθω άμεσα από την Τσεχία. Ξημεροβραδιαζόμουν, λοιπόν, στο διαδίκτυο, προσπαθώντας να αναγνωρίσω τα σημεία στην πόλη που οι συμπολίτες μου αποτύπωναν με το φωτογραφικό τους φακό. Δεκάδες, εκατοντάδες φωτογραφίες, λες και βάλθηκαν όλοι να εγκλωβίσουν κάθε λεπτομέρεια, κάθε γωνιά, κάθε στροφή στα μέρη που τους επέτρεπαν να περπατήσουν οι ασπροκόκκινες κορδέλες, και να κουβαλήσουν στη συνέχεια μαζί τους όλη την πόλη σε δισεκατομμύρια πίξελ. Αυτές οι εικόνες ξύπνησαν μέσα μου συγκλονιστικά συναισθήματα· θλίψης, πόνου, αγανάκτησης, θυμού αλλά και κάποια δόση αγαλλίασης. Ναι, αγαλλίασης. Δεν είμαι μουσικός για να τις εκφράσω με νότες. Ούτε ζωγράφος για να τα κάνω σχήματα και χρώματα. Έπρεπε οπωσδήποτε, λοιπόν, να τα εκφράσω με λέξεις, με λόγια, με ιστορίες· γιατί αλλιώς, φοβόμουν πως θα γίνουν δάκρυα και -σαν βιτριόλι- θα μου κάψουν το πρόσωπο.»

‘Ένα βιβλίο, λοιπόν, προσωπικό χρέος. Ο ανακτημένος χώρος και χρόνος. Ένα βιβλίο ζήτημα τιμής.

 

Πηγή: https://www.fractalart.gr/ths-ntropis/