Εκδόσεις Μελάνι
Νέες Κυκλοφορίες
Όψιμον φως
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
Κάπνιζε πολλά τσιγάρα.
θαρρείς ο καπνός της χάριζε
εκείνο το ταξίδι που ποτέ δεν πήγε. Βάθυνε το δέρμα από τότε,
γέμισε χαράδρες
απ’όπου ακούγονταν οι λυγμοί αόρατων σκύλων.
Πάντα μετρούσε την αμφιβολία.
Τρία τσιγάρα, δύο ευρώ, πρώτη βάρδια, καθόλου ζωή.
Σήμερα έχει γενέθλια,
Μια λάμψη στην εργαζόμενη αδράνεια. Ξεχνιέται για λίγο η όραση
κι αυτό είναι μέγα θαύμα
πριν γίνεις πάλι
ο γνωστός σου άγνωστος.
ΚΑΛΠΗ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει
δυνατά, για να δείξει πως
δεν επέθανε
Έχω στο στήθος μου μια τρύπα
σαν το κεφάλι ενός μωρού
τη διαπερνούν τα δευτερόλεπτα
με ένταση θυελλωδών ανέμων
σε κάθε μου εισπνοή
σαρώνονται αποβάθρες
μια ατελής καισαρική τομή
με λανθασμένο τοπογραφικό
σώμα που το ξεχάσαν ανοιχτό
σε παγωμένο χειρουργείο
στη μέση ενός κυκλώνα
τόσο μεγάλου και ανώφελου
όσο η σκόνη και τα αποτσίγαρα
που παρασέρνει.
Δυο απουσίες δρόμος
Είπα στον χρόνο που απέμεινε
πως είναι λιγοστός
κι εκείνος πήγε και καρφώθηκε
σε μια διαστολή παρόντος.
Όσο είναι ακόμη καιρός.
Κι όσο αντέχουμε.
Μπορώ να σε αγγίξω;
Εδώ;
Κι εδώ;
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΥΡΓΗΜΑΤΑ (1975-2021)
«Εξομολογητικός, σπαρακτικός ενίοτε, ο λόγος του Γιάννη
Ευσταθιάδη είναι εκ πεποιθήσεως απλός, παρ’ ότι μιλάει για
τα πολύ μεγάλα, τη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα και τον
πόνο.»
– Τιτίκα Δημητρούλια, Η Καθημερινή
«Λόγος πνευματώδης, παραστατικός, πυκνός και
συνδηλωτικός, πλήρης συναισθήματος, ενίοτε απροσδόκητος,
πρωτίστως ρυθμικός, ενισχυμένος με την αμεσότητα της
προφορικής επικοινωνίας, διεκπεραιώνει τον μεταγλωσσικό
χαρακτήρα του κειμενικού κόσμου.»
– Άλκηστις Σουλογιάννη, Τα Ποιητικά 2018
Δώρα Δωρίδος
ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ξεκίνησαν από το σπίτι του, στου χωριού την πλατεία.
Αυτός στην άμαξα ψηλά, οι άλλοι με τα πόδια συνοδεία.
Πέρασαν σπίτια και σπιτάκια,
βγήκαν στα περιβόλια και στα χωράφια.
Ο ουρανός φαινόταν να είχε κέφια.
Του θερισμού οι μηχανές ακούγονταν σαν ντέφια.
Μικρό παιδί, εγώ, τον φανταζόμουνα εκεί ψηλά
ξάπλα, με κλειστά τα μάτια, να χαμογελά.
Ισως ακόμα και με τα πουλιά μαζί να σιγοτραγουδά
ένα «έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά…»
Λες να ανασηκώθηκε, να είπε «έτσι μια ματιά να ρίξω»,
με τον χαλασμό απ ̓το κελαηδητό των πουλιών,
με σεκόντο το σούσουρο των χωριανών από πίσω;
Μικρός που ήμουν κουράστηκα, να ξαποστάσω κάθισα.
Η πομπή συνέχισε, και χάθηκε σε μια στροφή για πάντα.
Στην άλλη άκρη της μνήμης το παιδί βλέπει τον άντρα.
Μακριά, σε μιαν άλλη ζωή, σχεδόν στην άκρη της γης,
σε μια πόλη μυθική, όπου γεννήθηκε ενός αιώνα η μουσική,
εκεί όπου ο Ωκεανός με τον μεγάλο ποταμό Μισισιπή σμίγει.
Τον βλέπει, λοιπόν, στου δενδρόφυτου δρόμου την πλευρά
ορθό να παρακολουθεί, μπροστά του, έναν μεγάλο σαματά:
μια πολυάριθμη μπάντα με πνευστά, στον ήλιο αστραφτερά,
να τινάζουν τον αέρα ψηλά, εκρήξεις δεξιά και αριστερά,
κι απόκοντα παμ παμ τα πιάτα τα μεταλλικά και η γκρανκάσα,
οι Μαύροι αυτής της ακολουθίας με βήματα τσακιστά,
ρυθμικά σε μια φανταχτερή πολυχρωμία από υφάσματα και από φτερά,
στα πρόσωπά τους γυαλιστερές σταγόνες ιδρώτας, όχι δάκρυα,
και στη μαύρη μέσα την άμαξα, στη σφραγισμένη την κάσα,
ο νεκρός φαίνεται πως είχε μάλλον ξεσηκωθεί από καιρό,
πως ήταν η ανάσα που κράταγε ζωντανό τον ζωηρό τον ρυθμό!