Μαγικό Μανχάτταν
Τον Ιούνιο του 1929 φτάνει στη Νέα Υόρκη, διάσηµος ήδη, ο Ισπανός ποιητής Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα, µένει στους φοιτητικούς κοιτώνες του πανεπιστηµίου Κολούµπια, και γράφει τα ποιήµατα που θα αποτελέσουν το βιβλίο του “Ποιητής στη Νέα Υόρκη”. Τον Ιούλιο του 1968 φτάνει στον ίδιο φοιτητικό κοιτώνα ένας δεκαεφτάχρονος Έλληνας που, καινούργιος στην ποίηση, υπερχειλίζει από περιέργεια, από όρεξη και όνειρα. Με τη βαλίτσα του ακόµα στο χέρι περνάει το κατώφλι στο νησί του Μανχάτταν από την πόρτα που του είχε ανοίξει ο Ισπανός πριν περίπου σαράντα χρόνια. Περνάει σε έναν χώρο µαγικό, ένα µεταβαλλόµενο τοπίο ανθρώπων, ιδεών, φαντασµαγορικών λεωφόρων και κτιρίων που εκτοξεύουν το νου στα ύψη µε την ουρανοµήκη επιβλητική τους παρουσία. Έτσι, εκεί, στη βόρεια κορυφή του νησιού, την πολυτάραχη χρονιά του ’68, αρχίζει η προσωπική περιδιάβαση του Μανχάτταν που φωτογραφίζεται από αυτά εδώ τα ποιήµατα και πεζογραφήµατα. Μια περιδιάβαση που καταλήγει µε τη σηµαδιακή καταστροφή των ∆ίδυµων Πύργων στου νησιού τον αντίποδα.
€9.95
Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)
Γνωρίστε τον/την συγγραφέα
Δώρα Δωρίδος
€7.50ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ξεκίνησαν από το σπίτι του, στου χωριού την πλατεία.
Αυτός στην άμαξα ψηλά, οι άλλοι με τα πόδια συνοδεία.
Πέρασαν σπίτια και σπιτάκια,
βγήκαν στα περιβόλια και στα χωράφια.
Ο ουρανός φαινόταν να είχε κέφια.
Του θερισμού οι μηχανές ακούγονταν σαν ντέφια.
Μικρό παιδί, εγώ, τον φανταζόμουνα εκεί ψηλά
ξάπλα, με κλειστά τα μάτια, να χαμογελά.
Ισως ακόμα και με τα πουλιά μαζί να σιγοτραγουδά
ένα «έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά…»
Λες να ανασηκώθηκε, να είπε «έτσι μια ματιά να ρίξω»,
με τον χαλασμό απ ̓το κελαηδητό των πουλιών,
με σεκόντο το σούσουρο των χωριανών από πίσω;
Μικρός που ήμουν κουράστηκα, να ξαποστάσω κάθισα.
Η πομπή συνέχισε, και χάθηκε σε μια στροφή για πάντα.
Στην άλλη άκρη της μνήμης το παιδί βλέπει τον άντρα.
Μακριά, σε μιαν άλλη ζωή, σχεδόν στην άκρη της γης,
σε μια πόλη μυθική, όπου γεννήθηκε ενός αιώνα η μουσική,
εκεί όπου ο Ωκεανός με τον μεγάλο ποταμό Μισισιπή σμίγει.
Τον βλέπει, λοιπόν, στου δενδρόφυτου δρόμου την πλευρά
ορθό να παρακολουθεί, μπροστά του, έναν μεγάλο σαματά:
μια πολυάριθμη μπάντα με πνευστά, στον ήλιο αστραφτερά,
να τινάζουν τον αέρα ψηλά, εκρήξεις δεξιά και αριστερά,
κι απόκοντα παμ παμ τα πιάτα τα μεταλλικά και η γκρανκάσα,
οι Μαύροι αυτής της ακολουθίας με βήματα τσακιστά,
ρυθμικά σε μια φανταχτερή πολυχρωμία από υφάσματα και από φτερά,
στα πρόσωπά τους γυαλιστερές σταγόνες ιδρώτας, όχι δάκρυα,
και στη μαύρη μέσα την άμαξα, στη σφραγισμένη την κάσα,
ο νεκρός φαίνεται πως είχε μάλλον ξεσηκωθεί από καιρό,
πως ήταν η ανάσα που κράταγε ζωντανό τον ζωηρό τον ρυθμό!