Νέα / Εκδηλώσεις

ΔΩΜΑΤΙΑ ΜΕ ΔΟΝΤΙΑ

Έλσα Κορνέτη, Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες, Μελάνι, Αθήνα 2023.

Σε ποιον βαθμό η αναπαράσταση μιας αναδυόμενης κοινωνικής πραγματικότητας μπορεί να προσδιορίζεται από τη μια ως σύνθεση νοήματος και από την άλλη ταυτόχρονα ως αποσύνθεσή του; Με ποιον τρόπο τόσο οι αισθήσεις όσο και η μνημική κατάδυση μπορούν να υφάνουν το αφηγηματικό νήμα, την κόκκινη κλωστή στην ανέμη, μετατρέποντας τον λαβύρινθο σε ασφαλή κατοικία; Είναι δύο από τα πρώτα ερωτήματα που γεννιούνται στον αναγνώστη των ιστοριών που συνθέτουν το καινούριο βιβλίο της Έλσας Κορνέτη με τίτλο Δωμάτια με δόντια και άλλες κοφτερές ιστορίες που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τα θέματα των ιστοριών του βιβλίου ερείδονται σε μια κοινή, θεμελιώδη αρχή που θα μπορούσε να οριστεί ως: το όριο του ανθρώπου στο τέλος του καιρού. Η θεματολογία της Κορνέτη αντλεί από την σύγχρονη πραγματικότητα: η πανδημία στην κοινωνική και ψυχολογική της διάσταση, η μέγγενη της αποξένωσης, απόρροια τόσο της πανδημίας όσο και της άκριτης χρήσης της τεχνολογίας που υποκαθιστά και υποδαυλίζει την ανθρώπινη επαφή και τη φυσική επικοινωνία, η φύση και η καταστροφή της που ορίζουν το περίγραμμα ενός τοπίου κάποιες φορές δυστοπικού, η ανθρωποφαγία των ΜΜΕ, η υπεροχή του φαίνεσθαι σε σχέση με το είναι, η κυριαρχία της εικόνας, ο αγοραφοβικός σύγχρονος άνθρωπος ως σημείο των καιρών, είναι μερικά από τα σημαντικότερα ζητήματα που αναπλάθονται μέσα από τη γραφή της, διευρύνοντας τις σημασιολογικές τους δυνατότητες. Και εδώ βέβαια εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πώς επιτυγχάνεται η αναπαράσταση όλων αυτών που προαναφέρθηκαν. Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε θα πρέπει αρχικά να μιλήσουμε με όρους της λογοτεχνικής θεωρίας και να προστρέξουμε στην αφηγηματολογία. Αν επιχειρήσουμε την ειδολογική κατάταξη του βιβλίου, θα βρεθούμε μπροστά στο εξής υβριδικό λογοτεχνικό είδος: Το βιβλίο παλινδρομεί μεταξύ του διηγήματος και του παραμυθιού.

Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τα κείμενα της Κορνέτη αποτελούν σύγχρονα «παραμύθια» μέσα από τα οποία η συγγραφέας επιχειρεί να αναπαραστήσει αντεστραμμένες πτυχές της πραγματικότητας, θραύσματα αλήθειας, αλληγορίες που κατατείνουν σε ένα άλλοτε πικρό και άλλοτε αισιόδοξο μήνυμα. Μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει όποιος ασχολείται με τη μελέτη και την ανάλυση των παραμυθιών, εφαρμόζοντας τη γνωστή πυραμίδα του Γερμανού συγγραφέα Gustav Freytag στον βαθμό που σε όλα τα κείμενα του βιβλίου βρίσκει εφαρμογή το σχήμα: α) έκθεση, β) αυξανόμενη δράση, γ) κορύφωση, δ) φθίνουσα δράση και, ε) τελική έκβαση [1]. Η τελική έκβαση πολλές φορές αναλαμβάνει να διαδραματίσει έναν χαρακτήρα συμβολοποίησης εννοιών, όπως επί παραδείγματι αυτήν της έννοιας του θανάτου, χωρίς ωστόσο να επέρχεται κάποιου είδους κάθαρση.

Η γλώσσα των κειμένων από δομικής άποψης εκφράζεται μέσα από το σχήμα αναμενόμενη τυπολογική εξάρτηση vs απροσδόκητης εξέλιξης, δηλαδή ενώ στη βάση της είναι ρέουσα, γρήγορη, με το ασύνδετο σχήμα να προσδίδει έναν ρυθμό κάποιες φορές, θα έλεγα, ασθματικό, ενίοτε το στακάτο υπηρετεί και υπονομεύει την κίνηση, δημιουργώντας ένα αντιθετικό ζεύγμα με τη γρήγορη ροή που επιβάλλει το ασύνδετο. Η εν λόγω κατάσταση μας οδηγεί σε ένα ακόμη δίπολο που, αν θελήσουμε να το ονομάσουμε, αυτό θα ήταν ποίηση σε πρόζα.

Και από την έντονη παρουσία της ποίησης ένα άλλο ερώτημα που γεννάται είναι σύμφυτο με τη λειτουργία των συμβόλων και της εικονοποιίας. Αν αποπειραθούμε να διερευνήσουμε κάτω από την επίδραση ποιων λογοτεχνικών ρευμάτων γράφει η Κορνέτη, εκεί θα συναντήσουμε το ρεύμα του υπερρεαλισμού, στον βαθμό που το συνταίριασμα των πιο αταίριαστων πραγμάτων, εννοιών, και καταστάσεων βρίσκουν την ιδανική τους εκδοχή. Διαβάζουμε στο διήγημα με τίτλο «Στο μουσείο»: «Τα λουλούδια έβγαλαν δόντια, οι μίσχοι κόκαλα, το μπουκέτο συρρικνώθηκε, απογυμνώθηκε, αποστεώθηκε, τα στόματα επιτίθενται (…)».

Οι εικόνες που περιγράφει, ζωντανεμένες ίσως από τον χρωστήρα του καλλιτέχνη, θα θύμιζαν άλλοτε έργα υπερρεαλιστών ζωγράφων, άλλοτε πίνακες με άκρως αινιγματικούς συμβολισμούς, όπως επί παραδείγματι είναι τα έργα του Ιερώνυμου Μπος, αλλά και συνθέσεις εξαιρετικής λεπτομέρειας Φλαμανδών ζωγράφων, όπως του Γιαν βαν Άικ, γνωστού με την υπογραφή «Als ich Kan».

Όμως στα «παραμύθια» της Κορνέτη κυρίως βρίσκει χώρο ο Μαγικός ρεαλισμός, ό,τι δηλαδή εισβάλει σε ένα απολύτως πραγματιστικό πλαίσιο με ιδιάζοντα τρόπο για να γίνει εντέλει πιστευτό. Είναι η συνθήκη κατά την οποία σε έναν κόσμο πραγματικό, καθημερινό και τετριμμένο εισβάλλει το μεταφυσικό, αντιστρέφοντας τους όρους και τις συνθήκες που μπορούμε να προσλάβουμε με τις αισθήσεις μας, εμφιλοχωρεί δηλαδή ο κόσμος των παραμυθιών. Στα κείμενα θα συναντήσουμε μοτίβα του Μαγικού ρεαλισμού, δηλαδή τη διερεύνηση της πολιτισμικής ταυτότητας, τον σημαίνοντα ρόλο της μαγείας και του μύθου, την κριτική στη λογική και την πρόοδο και την αμφισβήτηση της συμβατικής πραγματικότητας [2]: Διαβάζουμε στο «Λίκνισμα»: «Στην πορεία της ζωής διαπιστώνει: Ό,τι μοιάζει πραγματικό καταλήγει επινόηση∙ εμένα μ’ ενδιαφέρει το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής, η αλήθεια της φαντασίας και η φαντασία της αλήθειας (…)». Όμως και σε επίπεδο αφηγηματικών τεχνικών τον Μαγικό ρεαλισμό τον ιχνηλατούμε στα κείμενα του βιβλίου και τον εντοπίζουμε: στον συνδυασμό διαφορετικών μορφών και ρευμάτων, στη χρήση της υπερβολής, στις εξονυχιστικές περιγραφές και την παραστατική γλώσσα, με έντονη την παρουσία των μεταφορών και των συμβόλων [3].

Καταλυτική για την πρόσληψη των κειμένων είναι και η αποκωδικοποίηση των συμβόλων και των μεταφορών που λειτουργούν ως οχήματα υποβολής της ειρωνείας αλλά και ως σημασιολογικές μονάδες που εσωκλείουν το καίριο για την εξέλιξη της ιστορίας ερμηνευτικό φορτίο. Έτσι τα σύμβολα –δάνεια από τον παραμυθικό κόσμο– όπως επί παραδείγματι είναι ο καθρέφτης, το δάσος, το ρολόι, ο δράκος, οι ιππότες, ο ανιμισμός των ζώων και των φυτών, κάποτε συμβολίζουν την αντανάκλαση μιας αλλοτινής ζωής που παρήλθε ανεπιστρεπτί, άλλοτε γίνονται το νοηματικό ισοδύναμο του χαμένου Παραδείσου της παιδικής ηλικίας, κάποιες φορές πάλι σκιαγραφούν μια πραγματικότητα που μετατρέπεται σε πάρτι μασκέ.

Ο χώρος, ο χρόνος και οι πρωταγωνιστές δεν κατονομάζονται στα κείμενα της συλλογής. Έτσι πολύ κοντά στο «μια φορά κι έναν καιρού κάπου σε τόπο μακρινό» οι ήρωες ή οι αντί-ήρωες δεν έχουν ονόματα παρά μόνο ιδιότητα, μια ταυτότητα που και αυτή τελεί υπό αίρεση, καθώς συνθλίβεται, διαθλάται ή συρρικνώνεται από τον Χρόνο που δεν μετριέται πια με το ρολόι. Αλλά και ο αφηγητής υπό το άλγος του διπλού εαυτού εισηγείται έναν ιδιότυπο αισθητισμό όπου ο σε τόνο μινόρε λυρισμός μετατρέπεται σε κραυγή αγωνίας contra tempo.

Και τα συναισθήματα πού συγκροτούν το κράτος τους και κυρίως η αγάπη, «Η αγάπη που όλα τα συναρμολογεί κι όλα τα συνδέει; Η αγάπη που καθαρίζει τα μάτια της ψυχής σαν να ήταν βρόμικες σκονισμένες οθόνες;», όπως και η ίδια η συγγραφέας αναρωτιέται στο διήγημα «Δωμάτιο με δόντια». Η αγάπη μάλλον είναι στο βιβλίο συνθήκη sine qua non, είναι το επίκοινο αγαθό που αίρει την ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό και μας προσκαλεί μαζί της στο τέλος να ονειρευόμαστε ο καθένας μας τον δικό του Παράδεισο: «Όνειρα γλυκά περίλυπο σκοτάδι/ Όνειρα γλυκά απρόσιτη πηγή/ Παράφορο βιολί αγωνιά τρεμάμενο και πάλι/ Χνάρι από πέλμα άγριο κι ονυχοφόρο αφήνει πίσω της η μοίρα στη ζωή∙ (…)».

Σημειώσεις

1. Schofield, B. (2012). Private lives and collective destinies: Class, nation and the folk in the works of Gustav Freytag (1816-1895). London: Modern Humanities Research Association.

2. The Concise Oxford Dictionary of Literary Terms (3rd ed.). Oxford University Press. 2008.

3. Bowers, Maggie A. 2004. Magic(al) Realism. New York: Routledge. Print. pp. 25–27.