Νέα / Εκδηλώσεις

1b189110657ffbd8ee7710ca2f89ee88_XL

Γιώργος Σεφέρης, Επιστολές στην αδελφή του Ιωάννα (1934-1939), επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παναγιώτου, Μελάνι, Αθήνα 2019, 220 σελ. 

Πριν από πολλά χρόνια, κάποια στιγμή στον περασμένο αιώνα, είχα την τύχη να πιάσω στα χέρια μου για λίγη ώρα επιστολές της Ιωάννας Τσάτσου προς τον αδελφό της Γιώργο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση και συγκράτησα ήταν ο βαθύς δεσμός αγάπης που είχε με αυτόν… Εδώ όλα επαληθεύονται.

Πάντα σκέπτομαι τον Γιώργο Σεφέρη όταν έχουμε δίσεκτο έτος. Το 2020 θα γιόρταζε τα πραγματικά του γενέθλια,γιατί γεννήθηκε πριν 120 χρόνια στη Σμύρνη, στις 29 Φεβρουαρίου 1900. Πολλές φορές οι φίλοι του τον πείραζαν ότι μπορεί να ήταν 36 ετών, αλλά είχε γιορτάσει μόνο 9 φορές τα γενέθλιά του! Σε πολλές βιογραφίες του, η ημερομηνία γέννησής του είναι η 1η Μαρτίου 1900 για να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις. Έτσι, για φέτος, το 2020, σαν δώρο στους φανατικούς σεφερολόγους αναγνώστες του, δημοσιεύτηκε από τον Γιώργο Δ. Παναγιώτου και από τις εκδόσεις Μελάνι το βιβλίο Γιώργος Σεφέρης, Επιστολές στην αδελφή του Ιωάννα (1934-1939). Από τα 810 γράμματα που αντάλλαξαν τα δυο αδέλφια, ο Γιώργος Σεφέρης τής έχει γράψει 443 και ο επιμελητής της έκδοσης διάλεξε 46, με χρονικό άνυσμα αυτών των έξι ετών. Αυτά τα γράμματα καλύπτουν κυρίως τη χρονική περίοδο όταν ο Γιώργος Σεφεριάδης υπηρετούσε υποπρόξενος στην Κορυτσά, από τον Νοέμβριο του 1936 ώς το τέλος του 1937, και μέσα από αυτά μπαίνουμε στο εργαστήρι του ποιητή και βλέπουμε πώς δημιουργήθηκαν τα ποιήματα αυτής της χρονικής περιόδου. Αλλά έχουμε πληροφορίες και από πρώτο χέρι για τον δεσμό Σεφέρη με την Μαρίκα Ζάννου-Λόντου πριν γίνει Μαρώ Σεφέρη, και άλλες ερωτικές του περιπέτειες εκείνης της εποχής. Όλες αυτές οι πληροφορίες μάς βοηθούν να υπομνηματίσουμε και να ερμηνεύσουμε σωστότερα τα ποιήματα εκείνης της περιόδου.

Τα γράμματα έχουν εκδοθεί προσεκτικά από τον Γιώργο Δ. Παναγιώτου. Θα ήθελα να έγραφα υποδειγματικά, αλλά έχω ορισμένες «γκρίνιες» με εκδοτικές πρακτικές του επιμελητή. Η βασική μου είναι γιατί δεν δημοσιεύει και τα γράμματα της Ιωάννας στο ίδιο βιβλίο, ώστε να έχουμε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο αλληλογραφίας που να καλύπτει την ίδια χρονική περίοδο. Μας υπόσχεται ότι ετοιμάζει την έκδοση των γραμμάτων της αδελφής προς τον αδελφό, αλλά πότε; Ζήσε Μάη μου… Φοβήθηκε μήπως το βιβλίο γίνει ένα «τούβλο» όπως είναι τα περισσότερα βιβλία με την αλληλογραφία του Σεφέρη και μένουμε με αυτό το κομψό βιβλίο στα χέρια μας προς ώρας, αναμένοντας το συμπλήρωμά του. Ένα άλλο που θα ήθελα είναι μια διευκρίνιση, αν μεταξύ των δημοσιευμένων επιστολών υπάρχουν άλλες που επέλεξε να μην τις δημοσιεύσει τώρα. Μόνο αυτές οι 46 είναι που υπάρχουν και έχουν σωθεί από αυτή τη χρονική περίοδο ή υπάρχουν και άλλες; Σε πολλά σημεία του βιβλίου, ο επιμελητής μάς παραπέμπει σε αδημοσίευτες επιστολές, αλλά γιατί; Για να πάει ο αναγνώστης να ελέγξει αυτά τα ντοκουμέντα στα αρχεία που εναπόκεινται; Τον πιστεύουμε, αναμένουμε τη δημοσίευσή τους. Στη βιβλιογραφία, «συντομογραφίες» την ονομάζει ο επιμελητής, ας μου επιτραπεί να προσθέσω μια ακόμη, τη διδακτορική διατριβή του Massimo Peri, Τα Νέα Γράμματα: Lettere Nuove (1935-1945), Ρώμη 1974.

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν δύο χρησιμότατα επίμετρα. Ένα με το γενεαλογικό δέντρο του Σεφέρη, που αρχίζει με τον προπάππο του Σεφέρη, Αϊγιναμπέογλου, που νυμφεύτηκε τη Ναζλί Μιλλέτ-Μπασί Τσαρτίνογλου στην Καισαρεία. Από τα οχτώ συνολικά παιδιά τους, ο Πρόδρομος Σεφεριάδης, παππούς του ποιητή, νυμφεύτηκε τη Χαρίκλεια Αγγελίδου. υποθέτουμε ότι είχαν πια μετακομίσει στη Σμύρνη όπου έγινε και η αλλαγή του επιθέτου, αλλά χωρίς κάποια χρονολογία. Ο πρώτος γιος τους, πατέρας του ποιητή, Στυλιανός Σεφεριάδης (1873-1951) νυμφεύτηκε τη Δέσποινα (Δέσπω) Τενεκίδου και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Το πρώτο, η Μαρία-Ιωάννα, πέθανε όταν ήταν βρέφος την ίδια χρονιά της γέννησής της, το 1899. Ακολούθησαν ο Γιώργος (1900-1971) και η Ιωάννα (1902-2000) –την ονόμασαν Ιωάννα όπως ήταν η συνήθεια της εποχής, το επόμενο παιδί να παίρνει το όνομα του νεκρού αδελφιού του– και ο Άγγελος (1905-1950). Το επόμενο επίμετρο έχει να κάνει με δυο ποιήματα του Σεφέρη, την «Piazza San Nicoló» και το «Ωραίο φθινοπωρινό πρωί»Ο επιμελητής κάνει ένα στέμμα της δημιουργίας των ποιημάτων από τα δακτυλόγραφα που βρήκε στο αρχείο, αλλά δημοσιεύει μόνο τη μια παραλλαγή τους. Ο επιμελητής στην εισαγωγή του κατηγορηματικά δηλώνει ότι: «Οι επιστολές δημοσιεύονται με χρονολογική σειρά, ακέραιες, χωρίς περικοπές και αποσιωπήσεις» και του είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό, αλλά σε μερικές επιστολές, όπως, π.χ., στην επιστολή αρ. 10 [Κορυτσά], Τρίτη, 12/1/37, υπάρχει μια γραμμή που χωρίζει το γράμμα. Τί είναι αυτή η γραμμή; Μια που τράβηξε ο Σεφέρης για να επανέλθει αργότερα στο γράμμα, κάποια απουσία; Ίσως χρειαζόταν κάποια διευκρίνιση.

 

«Μπαμπούλι μου…»

Αλλά ας αφήσουμε κατά μέρος αυτές τις μικροφιλολογικές εκδοτικές «γκρίνιες», για να βυθιστούμε στο ψητό και τι μας προσφέρουν αυτές οι επιστολές. Ο βασικός τους μίτος είναι η αδελφική αγάπη, η έννοια των αδελφών, του ενός για τον άλλον. Ο Σεφέρης αποκαλεί την αδελφή του χαϊδευτικά «Μπαμπούλι μου». Όταν της παραπονιέται ότι δεν του γράφει τακτικά ή αργεί να του απαντήσει, της γράφει: «Θεέ μου, πότε θ’ αρχίσετε να νιώθετε ότι η αγάπη είναι δράση» (σ. 74). Και τονίζει τη σημασία που δίνει στην αλληλογραφία: «Ξέρεις η αλληλογραφία είναι να μπορείς ν’ αφήνεσαι πάνω σε ένα χαρτί έχοντας μπροστά ένα πρόσωπο, και χρειάζεται κάποια θέληση στην αρχή» (σ. 157). Σε άλλες στιγμές βλέπουμε τι νοιώθει ο Γιώργος όταν μαθαίνει ότι ο αδελφός τους Άγγελος ίσως πάσχει από φυματίωση και αμέσως προτείνει λύσεις για τη θεραπεία του, και τον φροντίζει όταν ανακαλύπτει ότι είναι άρρωστος με λάθος διάγνωση. Αλλά βλέπουμε και το σιωπηλό κοινό μέτωπο των παιδιών προς τον πατέρα τους. Νιώθουμε τη βαριά σκιά του Στυλιανού Σεφεριάδη να πέφτει πάνω στα παιδιά του.

Πριν από πολλά χρόνια, κάποια στιγμή στον περασμένο αιώνα, είχα την τύχη να πιάσω στα χέρια μου για λίγη ώρα επιστολές της Ιωάννας Τσάτσου προς τον αδελφό της Γιώργο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση και συγκράτησα ήταν ο βαθύς δεσμός αγάπης που είχε με αυτόν και πόσο φρόντιζε για την καριέρα του, πόσο προσπαθούσε να πετύχει ευνοϊκές μεταθέσεις του, όταν πια ο άντρας της Κωνσταντίνος Τσάτσος είχε μεγαλύτερη πολιτική δύναμη. Εδώ όλα επαληθεύονται. Από την άλλη, μπορεί να υπάρχει αυτή η αγάπη και η στοργή μεταξύ των αδελφών, αλλά το χρήμα, χρήμα. Βλέπουμε τον Σεφέρη να ζητά δάνειο, να δανείζεται χρήματα από τον κουνιάδο του Κωστάκη Τσάτσο ή και την ίδια, και να τους επιστρέφει ένα ποσό και να μένει κάποια υπόλοιπο ή να της ζητά να του κρατήσει φυλαγμένα μερικά χρήματα και να κάνουν το λογαριασμό τους αργότερα. Νόμιζα ότι μόνο στη σμυρναίικη πλευρά της οικογένειάς μου υπήρχαν παρόμοιοι οικονομικοί διακανονισμοί μεταξύ συγγενών, αλλά φαίνεται ήταν συνηθισμένο φαινόμενο σε οικογένειες. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν την καλή οικογένεια. Και πάντα το μυαλό του είναι στα έξοδα. Ζητά να του στείλουν από την Ελλάδα μια υπηρέτρια, γιατί η υπηρέτρια στην Αλβανία κοστίζει πολλά. Ζητά όταν του στέλνουν τα τσιγάρα του (Παπαστράτος Νούμερο 1 Αγρίνι) να είναι αφορολόγητα, γιατί προορίζονται για εξαγωγή. Το σαπούνι να είναι της μάρκας Bull που είναι πιο φτηνό και όχι Hear’s γιατί τα οικονομικά του δεν του επιτρέπουν να σαπουνίζεται με πολυτελέστερο σαπούνι. Να του στείλουν τιμές για μακαρόνια Μίσκο, μπισκότα Παπαδοπούλου, καλό λάδι, κ.λπ. σε τιμές χοντρικής πώλησης. Μα έτσι γράφεται η ποίηση;

Έχουμε και αρκετές πληροφορίες, μέσα από την κλειδαρότρυπα. Ας σας αποκαλύψω μία. Η Άννα Καραμάνη, πριν γνωριστεί με τον Άγγελο Σικελιανό και για χάρη του εγκαταλείψει τον μεγαλογιατρό σύζυγό της Γιώργο Καραμάνη, προηγουμένως είχε έναν έντονο ερωτικό δεσμό με τον Γιώργο Σεφέρη. Σύμφωνα με την Ιωάννα Τσάτσου, στο βιβλίο της Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, είχαν «καεί οι καστανιές» του Πηλίου. Ή το υπονοούμενο που γράφει ο Σεφέρης στην αδελφή του: «Δεν μιλώ για τον Κωστάκη, τον έχω εγκαταλείψει στα φουστάνια του» (σ. 77). Δεν θα αναφέρω άλλα πρόσωπα στα ερωτικά γαϊτανάκια που συναντάμε στο βιβλίο. Διαβάστε το για να πληροφορηθείτε πώς ζούσε αυτή η μεγαλοαστική και εξόχως πνευματική τάξη στην Αθήνα τη δεκαετία του 1930.

Κάτι άλλο εξωποιητικό που περιλαμβάνει το βιβλίο είναι η φροντίδα για την ενδυμασία, για την εξωτερική εμφάνιση. Πώς πρέπει να παρουσιάζονται στον κόσμο. Ο Σεφέρης, πριν πάει στο κοσμικό ξενοδοχείο Θεοξένεια στην Πορταριά, γυαλίζει τα παπούτσια του (σ. 125), γιατί επιστρέφει από περίπατο στο βουνό. Από την Κορυτσά αναφέρει στην αδελφή του πως για την εθνική εορτή της Αλβανίας φορά το πρωί ψηλό καπέλο και το βράδυ σμόκιν (σ. 159) και παραπονιέται ότι φορά μεταξωτό μαντήλι με το σμόκιν του αντί για λινό που θα του πήγαινε καλύτερα (σ. 160). Παρατηρεί τα ρούχα της Κλέλιας, ένα peignoire fraboise (σ. 135), ένα πουκαμισάκι bleu tender (σ. 139). «Μήνυσα στην Αθηνά [είναι η μόνιμη οικιακή βοηθός στο διαμέρισμα της Ιωάννας Τσάτσου] «να σιδερωθούν τα καλοκαιρινά μου για ν[α] βάλω» (σ. 118). Αλλά η ενδυμασία που μου κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι η φωτογραφία (αρ. 12) της Ιωάννας Τσάτσου μπρος από το πλοίο που παίρνει τον άντρα της για να τον πάει στην εξορία του, στη Σκύρο, το 1939. Είναι σαν να έχει βγει από σελίδα περιοδικού μόδας. Στενό ταγιέρ, άσπρη μπλούζα και άσπρο καπέλο τυρμπάν, άσπρη τσάντα και δίχρωμα ασπρόμαυρα παπούτσια. Οι κόρες τους, Δέσποινα και Ντόρα, που αποχαιρετούν κι αυτές τον πατέρα τους, είναι ντυμένες με άσπρα καλοκαιρινά φουστανάκια. Καλά έγραφε ο Καβάφης για τη δύναμη που έχουν τα ενδύματα.

 

Ο κόμης Mosca και οι άλλοι

Τα γράμματα που δημοσιεύονται, όπως είδαμε, είναι 46, τρία απ’ αυτά απευθύνονται στον Κωστάκη Τσάτσο, κουνιάδο του Σεφέρη. Το πρώτο γράφεται στην αδελφή του τη 1/1/1934 από το Λονδίνο, όπου ο Σεφέρης υπηρετούσε στο ελληνικό προξενείο. Το τελευταίο είναι μια καρτ-ποστάλ που τη στέλνει από τη Ρουμανία στις 22/5/1939. Ανάμεσα έχουμε δυο «καλοκαιρινά» γράμματα από την Αθήνα, όταν υπηρετεί στο Yπουργείο Εξωτερικών, στην αδελφή του που παραθερίζει στην Αίγινα. Αυτή η παραμονή του στην Αθήνα δεν κράτησε πολύ. Το κυριότερο μέρος του βιβλίου το καλύπτουν τα γράμματα που στέλνει από την Κορυτσά όπου υπηρετεί ως υποπρόξενος. Από αυτά μαθαίνουμε για την αρχή της σχέσης του με τη Μαρίκα Ζάννου-Λόντου, το χωρισμό τους και τον προσωρινό δεσμό του με την Κλέλια στο Βόλο. Είναι γνωστό και από άλλες πηγές ότι η οικογένεια Τσάτσου δεν ενέκρινε το γάμο του Σεφέρη με τη Μαρώ και πάντα την αποκαλούσαν Μαρίκα. Αλλά, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ενέκριναν ούτε και τον γάμο του καλύτερου φίλου του Σεφέρη, Γιώργου Κατσίμπαλη, με μια άλλη χωρισμένη γυναίκα, την Άσπα Χέλμη, που το χαϊδευτικό της ήταν Spatch, Σπάτσι. Η δε αδελφή του προσπαθούσε πάντα να του κάνει προξενιό με κάποια κοπέλα καλλιεργημένη που να ανήκε σε μεγάλη οικογένεια, με καλή προίκα -εξυπακούεται– για να έχει οικονομική άνεση ο αδελφός της. Έτσι και εδώ, κεντρικό μέρος των γραμμάτων κατέχει «το προξενιό» που του κάνει με την Κλέλια, όταν ο δεσμός του με τη Μαρίκα διακόπτεται. Η Κλέλια ανήκει σε μια από τις ιστορικότερες και μεγάλες οικογένειες της Μαγνησίας. Σε αυτή την περίπτωση, ο Σεφέρης για να μιλήσει γι’ αυτόν το δεσμό μεταχειρίζεται ψευδώνυμα/προσωπεία από το μυθιστόρημα του Σταντάλ, Το μοναστήρι της Πάρμας (La Charteuse du Parme). Από αυτό το μυθιστόρημα, έχουμε τις κρυπτογραφημένες ονομασίες: η αγαπημένη του ονομάζεται Κλέλια (Clélia), ο φίλος Γιώργος Θεοτοκάς Φαβρίκιος, η οικογένεια Καρτάλη Κόντηδες (Conti), η Πλατεία του Αγίου Νικολάου από την Πάρμα μετακομίζει στον Βόλο και γίνεται Piazza San Nicoló και ο ίδιος ο Σεφέρης ονομάζει τον εαυτό του Κόμη Mosca. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Σεφέρης στα ημερολόγιά του δίνει κρυπτικά ονόματα σε πρόσωπα κυρίως από δρόμους της περιοχής γύρω από την οδό Άγρας, όπου κατοικούσε εκείνη την εποχή. Εμείς, οι αναγνώστες, προσπαθούσαμε να ξεκλειδώσουμε αυτά τα ονόματα: ο κύριος Ευτυχίδης είναι ευκολάκι, γιατί είναι ο Γ.Π. Σαββίδης, αλλά για τα άλλα έπρεπε να περιμένουμε για το κλειδί των ονομάτων μέχρι την έκδοση των ημερολογίων Μέρες Στ΄ έκδοση του 1986, και Μέρες Ζ΄, έκδοση του 1990, για να μάθουμε π.χ. ότι ο Λόλος ήταν ο Γεώργιος Αβέρωφ. Στην έκδοση που παρουσιάζουμε, ο κ. Παναγιώτου μας δίνει το κλειδί των ονομάτων  αμέσως.

Είναι συγκινητικό το γράμμα που γράφει ο Σεφέρης στον Τσάτσο, σαν άντρας προς άντρα. Του εσωκλείει ένα γράμμα και του ζητά να το δώσει στη Μαρίκα: «Τη Μαρίκα θέλω να την θεωρείς σαν γυναίκα μου, όπως και η Ιωάννα. Αυτό είναι κάτι κατασταλαγμένο και τελειωμένο. Τα έβαλα όλα κάτω μήνες τώρα. Χωρίς αυτή δεν μπορώ να ζήσω» (σ. 112). Αλλά ο δεσμός με τη Μαρίκα διακόπτεται, ο άντρας της Ανδρέας Λόντος της βάζει το δίλημμα τα παιδιά ή τον ποιητή. Εκείνη διακόπτει το δεσμό με τον ποιητή, τον πληγώνει και φεύγει για μια κρουαζιέρα με το σύζυγό της. Πόσο θα ήθελα το ποίημα του Σεφέρη «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» να είχε γραφτεί γι’ αυτή την κρουαζιέρα, ως προσπάθεια επανασύνδεσης των δύο συζύγων, όμως δυστυχώς έχει γραφτεί το καλοκαίρι του 1936, και ο χωρισμός έγινε τον Ιούλιο του 1937. Η Ελλάδα εξακολουθούσε να πληγώνει τον Σεφέρη. Στο γράμμα του της Πέμπτης 8/7/37 (σ. 117) γράφει στην αδελφή του ότι ο χωρισμός είναι σχεδόν αναπόφευκτος. Σχεδόν ένα μήνα αργότερα, στις 2/8/37, σε γράμμα του προς την Ιωάννα και τον Κωστάκη γράφει: «Η υπόθεση Μ.[αρώ] έπαψε απολύτως να με ενδιαφέρει» (σ. 120). Είναι κεφάτος στο Πήλιο, κάνει παρέα με έναν νέο δεσμό του και ετοιμάζει εκδρομικές εξορμήσεις με «την μικρή φίλη», δηλαδή την Κλέλια.

Αλλά τα σημαντικότερα στοιχεία που μαθαίνουμε από αυτά τα γράμματα και μπορούμε να τα συνδέσουμε με την ποίηση του Σεφέρη είναι οι πληροφορίες που μας δίνει για το τι γράφει εκείνη την εποχή. Έχει αρχίσει να στέλνει άρθρα στο κατσιμπαλικό περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, που αργότερα θα τα ονομάσει Δοκιμές. Γράφει στην Ιωάννα: «το γράψιμο της πρόζας κυρίως είναι μια συζήτηση κατά βάθος, και πώς να κάνεις χωρίς συνομιλητή» (σ. 77). Ή όταν έχει αμφιβολίες για το επάγγελμα που έχει διαλέξει και σκεφτόταν να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο: «αν δεν ήταν σε τέτοια χάλια η φιλοσοφική μας σχολή, θα δούλευα να γίνω καθηγητής στο Πανεπιστήμιο» (σ. 82). Στη χαρά του που βλέπει Το Μυθιστόρημα να είναι μεταφρασμένο γαλλικά από τον Samuel Baud-Bovy της γράφει: «συνεχάρηκα τον εαυτό μου που μπορεί να γράφει τόσο ωραία πράγματα» και συμπληρώνει με μια δόση ειρωνείας: «Άμα, θα φτύσω πάλι μερικά βαρέλια αίμα, θα γράψω ένα σκατουλάκι βιβλιαράκι, που θα τυπωθεί με άπειρο γούστο, θα έχει 37½ αναγνώστες και θα προκαλεί θαυμασμό» (σ. 109).

Οι πιο πολύτιμες πληροφορίες αφορούν τα ποιήματά του «Piazza San Nicoló» και το «Ωραίο φθινοπωρινό πρωί». Αν όπως εγώ και άλλοι απορούσαν ποια είναι αυτή η κυρία Ντονογκό που της αφιερώνει το ποίημα «Ωραίο φθινοπωρινό πρωί»ή τι δουλειά έχει «η θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα το γένος Τροφίμοβιτς» στο στίχο του ποιήματος «Piazza San Nicoló», μόλις διαβάσετε τα γράμματα του Σεφέρη στην αδελφή του θα καταλάβετε τη σημασία τους και θα μπορέσετε να υπομνηματίσει τα ποιήματα σωστά, γιατί πολλοί καλοί ερευνητές έχουν καεί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν το ποίημα «Piazza San Nicoló» και δεν θα νευριάζει πια ο Σεφέρης, όπως τον νευρίασαν σχολιαστές της Κίχλης, ερμηνεύοντας λανθασμένα τον στίχο «Κι α με δικάσετε να πιώ φαρμάκι, ευχαριστώ»ότι αφορά τον Σωκράτη κι όχι τον Βασιλιά Ληρ.

Στα ίδια γράμματα βρίσκουμε μικρά πολιτικά σχόλια για την επιστροφή του Γεωργίου Β΄ με την παλινόρθωση της μοναρχίας: «Άκουσα πως τα μέλη της βασιλικής οικογένειας που πρόκειται να ’ρθούν είναι 112, σχεδόν η μισή γερουσία!» (σ. 46). Υπάρχουν και σχόλια για πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, όπως ο Μυριβήλης, ο Τέλλος Άγρας (που, απρόσμενα και άδικα, τον αποκαλεί ζαβόσ.179), ενώ εκφράζει τη λύπη του για την αυτοκτονία του Ιωάννη Συκουτρή, παρ’ ότι διαφωνούσε ριζικά μαζί του (σ. 178-179).

 

Ο πονόδοντος του Σεφέρη

Το βιβλίο εκτός από την κατατοπιστικότατη εισαγωγή του επιμελητή, έχει αναλυτικούς πίνακες των επιστολών. Ερμηνεία των συντομογραφιών, που τις θεωρώ σαν βιβλιογραφία του βιβλίου, πρώτες δημοσιεύσεις επιστολών, ακόμη και αποσπασμάτων τους. Δυο επίμετρα που έχω ήδη αναφέρει, και, όπως κάθε σοβαρή επιστημονική έκδοση που σέβεται τον εαυτό της, ευρετήριο κυρίων ονομάτων και ευρετήριο σεφερικών ποιημάτων και πεζών. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου αναπαράγονται 12 φωτογραφίες. Αλλά αυτό που μου άρεσε περισσότερο απ’ όλα είναι ότι δίπλα στην αρίθμηση των σελίδων υπάρχει και η χρονιά που γράφτηκε  η κάθε επιστολή. Αυτή η μικρή τυπογραφική λεπτομέρεια να οφείλεται στην εκδοτική ευαισθησία της Πόπης Γκανά;

Σε μια πρόσφατη κριτική για το βιβλίο, η Λαμπρινή Κουζέλη (Το Βήμα, 1/12/2019) διατυπώνει τη ρητορική ερώτηση: χρειαζόμαστε περισσότερες πληροφορίες για τον πονόδοντο του Σεφέρη; Αφού έχουμε αποφασίσει ότι ο συγγραφέας δεν έχει πεθάνει, νομίζω ότι χρειαζόμαστε να δούμε κάθε «πονόδοντό» του, απ’ όλες τις μεριές. Σε αυτή την έκδοση ακούμε τον τρυφερό τόνο της φωνής του αδελφού να γράφει στην αδελφή του και αυτός ο τόνος της φωνής κάνει το βιβλίο πολύτιμο για τις σεφερικές σπουδές.

Χολαργός. Με τα κάλαντα Χριστουγέννων 2019 και Πρωτοχρονιάς 2020

Πηγή: https://booksjournal.gr/kritikes/poiisi/3391-adelfos-pros-adelfi-empisteftika