Λέοναρντ Κοέν
Ο Λέοναρντ Κόεν ή Κοέν (Leonard Norman Cohen) ήταν αγγλόφωνος Καναδός λογοτέχνης, συνθέτης και τραγουδιστής. Θεωρείται μουσικός της ποπ, αν και τα τραγούδια του — κυρίως μπαλάντες — έχουν πολλά στοιχεία από την αμερικανική μουσική κάντρυ και την μουσική των ευρωπαϊκών καμπαρέ. Τα κύρια θέματα της δημιουργίας του είναι η θρησκεία, ο έρωτας και η μοναξιά, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι τοποθετήσεις σε κοινωνικοπολιτικά θέματα όπως ο πόλεμος, οι εκτρώσεις, κ.λπ. Ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος εβραίος έμπορος υφασμάτων. Σε ηλικία έξι ετών, ο Κόεν έχασε τον πατέρα του και αυτό τον σημάδεψε για όλη του την ζωή. Έφηβος έμαθε κιθάρα και έγινε μέλος του μουσικού γκρουπ Buckskin Boys, το οποίο έπαιζε μουσική κάντρυ. Αργότερα, τον καιρό που ήταν σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο McGill εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα που τον έκαναν γνωστό στους καναδικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1963 εγκαταστάθηκε στην Ύδρα, όπου συνέχισε να γράφει. Με το μυθιστόρημα Beautiful Losers (Θαυμάσιοι αποτυχημένοι, 1966), γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας. Ωστόσο, το 1967 αποφάσισε να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ για να αφοσιωθεί στην μουσική. Σε συναυλίες φολκ στις ΗΠΑ το 1967, η τραγουδίστρια Τζούντυ Κόλλινς (Judy Collins) έκανε γνωστό το τραγούδι του Κόεν Suzanne. Έτσι την ίδια χρονιά, ο Κόεν μπόρεσε να κυκλοφορήσει τον πρώτο του δίσκο με τίτλο Songs of Leonard Cohen. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι δίσκοι, μεταξύ των οποίων και ο δίσκος Famous Blue Raincoat (1987) με την φωνή της Τζένιφερ Γουαρνς (Jennifer Warnes). Το 1992 κυκλοφόρησε τον πιο πολιτικοποιημένο δίσκο του με τίτλο The Future, και δύο χρόνια κατόπιν αποφάσισε να γίνει βουδιστής, μέχρι που χειροτονήθηκε μοναχός. Αλλά το 1999 εγκατέλειψε τον μοναστικό βίο, για να κυκλοφορήσει δύο ακόμα δίσκους. Το 2005, το όνομα του Κόεν βρέθηκε ξανά στις στήλες των εφημερίδων, επειδή ο επί χρόνια μάνατζέρ του τον εξαπάτησε κλέβοντάς το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του καλλιτέχνη. Ο Κόεν δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά ήταν πατέρας δύο παιδιών, του Άνταμ (1972) και της Λόρκα (1974), που απέκτησε με την Σούζαν Έλροντ (Suzanne Elrod). Το 2010 τιμήθηκε με Τιμητικό Γκράμι για το σύνολο της προσφοράς του.