Το αγαπημένο παιχνίδι

Ο Λέοναρντ Κοέν μπορεί σήμερα, λίγους μήνες αφότου συμπλήρωσε εφτά δεκαετίες ζωής, να επαίρεται ότι μπόρεσε να παίξει έτσι με τις αντιφάσεις του ώστε να ψάλλουν μαγικά το τραγούδι του έρωτα, της αγάπης για την ομορφιά, και της γλυκιάς παράδοσης στο αεράκι της περιπέτειας. Ο Κοέν είναι ο ποιητής που έγινε συγγραφέας, ο συγγραφέας που έγινε τροβαδούρος παραμένοντας ποιητής, είναι ο μποέμ με τα καλοραμμένα ρούχα, είναι ο διαβόητος εραστής που μένει σχεδόν πάντα μόνος και πάντα κοντά σε μια γιρλάντα από φίλες και ερωμένες, είναι ο τραγουδιστής που η φωνή του κατοικεί πάντα στο υπόγειο του τραγουδιού, είναι ο Εβραίος που έγινε μοναχός του Ζεν, είναι ο Καναδός που έγινε Υδραίος.

Το τέχνασμα συνίσταται στο να κατακτήσεις αρκετά νωρίς μερικές σταθερές, σχεδόν απόλυτες αρχές και συνήθειες, κι έτσι να μπορείς ανά πάσα στιγμή να χαρτογραφείς το χάος, να αντιμετωπίζεις με σθένος τις αντιξοότητες, να εναρμονίζεις και να ενορχηστρώνεις τις φωνές, τα ουρλιαχτά και τους ψιθύρους των αντιφάσεων. Οι σταθερές του Κοέν ήσαν ο έρωτας, η ποίηση, και η καταγραφή. Συνδέθηκε με γενναίες καλλονές που τις τύλιξε με την αύρα της ποίησης και κατέγραψε σε πεζογραφήματα και τραγούδια την εκάστοτε περιπέτεια μαζί τους. «Το αρχείο είναι το όρος», είπε ο ντοκυμαντερίστας της ερωτικής παραζάλης, «και το δημοσιοποιημένο έργο είναι το ηφαίστειο».

«Ποτέ δεν σκέφτηκα μια γυναίκα σαν γιατρικό στη μοναξιά», θα γράψει ο Κοέν. «Έχω αγαπήσει μια γυναίκα γιατί ήταν όμορφη κι ήμασταν μαζί σ’ ένα δάσος ή σε μια λίμνη σκοτεινή. Έχω αγαπήσει μια γυναίκα γιατί δεν ήταν όμορφη κι ήμασταν δυο άνθρωποι που βαδίζαμε ανάμεσα σε κτήρια και καταλαβαίναμε κάτι για τον πόνο και την οδύνη. Έχω αγαπήσει μια γυναίκα γιατί πολλοί την αγάπησαν ή γιατί πολλοί δεν την νοιάστηκαν, ή για να την κάνω να πιστέψει ότι είμαι ένας άγιος και ότι έχει από έναν άγιο αγαπηθεί».

Στο Αγαπημένο Παιχνίδι, ο Κοέν αναδεικνύεται μαιτρ της αφήγησης, ιδιοφυής νοσταλγός, και σκληρά συμπονετικός. Οι εναλλαγές της ψύχραιμης, εποπτευτικής ματιάς και της φορτισμένης με λεπταίσθητη συγκίνηση νοσταλγίας είναι συναρπαστικές. Βολικά χωρισμένο σε τέσσερα βιβλία, το μυθιστόρημα απλώνεται σε δύο δεκαετίες, από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, και ιστορεί τις φάσεις της διάπλασης και της διαμόρφωσης ενός ποιητή που είναι εραστής της ζωής, λάτρης αθεράπευτος του κάλλους, καταγραφέας των ψυχικών και πνευματικών διακυμάνσεων, παρατηρητής των όσων συμβαίνουν γύρω του, σε μιαν εποχή ραγδαίων αλλαγών (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολεοδομικών). Τα τέσσερα βιβλία παρακολουθούν τέσσερις περιόδους της ζωής του Λόρενς Μπρίβμαν (παιδική ηλικία, εφηβεία, πρώτη νιότη, ενηλικίωση) που όλες είναι διάστικτες από τον ερωτικό πόθο, τη λαχτάρα για γνώση, και κυρίως για έκφραση αυτής της γνώσης, για μια ποιητική του βίου. Ο Λόρενς/Λέοναρντ ανήκει σε μια γενιά που της στερείται εξαρχής το δικαίωμα στον ηρωισμό, στο μεγαλείο, στη θυσία. Δεν έχουμε να κάνουμε πια με τις ένδοξες ουλές της μάχης, αλλά με το πυώδες σπυράκι. Ο κόσμος μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλάζει άρδην, τώρα το έπος εξοστρακίζεται, το κόκκινο της φωτιάς και το μαύρο της απόγνωσης γίνονται ένα φαιό που θα επικρατήσει, ακόμα και ενδυματολογικά, στην πρώτη μεταπολεμική εποχή, μια εποχή σαστισμάρας και θλίψης, χαμηλών τόνων και μύχιων ρήξεων.

16.96

Εξαντλημένο

0045 380 960-8309-44-1