Νέα / Εκδηλώσεις

Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΣΚΛΑΒΑ lo

«Γιατί εμείς, τα κορίτσια που πεθάναμε άδικα από φονικό χέρι, περιπλανιόμαστε αδιάκοπα στο παρελθόν και στο μέλλον, σε κάθε γη και σε κάθε θάλασσα. Εμείς τα κορίτσια που πεθάναμε άδικα ξέρουμε καλά ότι ο κόσμος δεν αλλάζει ποτέ».[1]

Ο κόσμος δεν αλλάζει ποτέ για τη Γαρυφαλλιά, τη Λουίζ, τη Ζοζεφίν, τη Βασιλική, την Κάθριν, την Τιτούμπα, ηρωίδες του μυθιστορήματος της Άννας Γρίβα, Η Ελληνίδα σκλάβα (Μελάνι, Αθήνα 2022), δέσμιες των κοινωνικών καταναγκασμών, των ρατσιστικών αντιλήψεων, της μισαλλοδοξίας και της φυλετικής ανισότητας. Ψαρά 1824. Οι Τούρκοι σφάζουν χωρίς έλεος τους αμάχους. Πολλοί πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να φύγουν από το νησί, άλλοι πολέμησαν μέχρις εσχάτων, κάποιοι προτίμησαν να ανατιναχθούν παρά να παραδοθούν. Στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις της Ανατολής χιλιάδες Ψαριανοί που γλίτωσαν από τον όλεθρο γίνονται η θλιβερή πραμάτεια ανάλγητων εμπόρων και μετατρέπονται σε σκυφτά, φοβισμένα σώματα, «που αρνούνται να κοιτάξουν κατάματα τον κόσμο, ίσως γιατί δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, τίποτα που να μπορεί να φωτίσει το βλέμμα τους».[2] Ανάμεσά τους,

«μονάχα ένα κορίτσι είχε το βλέμμα του υψωμένο προς μιαν αδιευκρίνιστη κατεύθυνση. Ένα κορίτσι απίστευτα λεπτό, με μαύρα μακριά μαλλιά και βαθιές χαρακιές στα μπράτσα».

Είναι η Γαρυφαλλιά, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος της Γρίβα, που ενσαρκώνει την πραγματική ιστορία και περιπέτεια της Γαρυφαλλιάς Μιχάλβεη (1817-1830), μιας μικρής κόρης που μετά την Καταστροφή των Ψαρών, αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε το 1827 από τον Αμερικανό Τζόζεφ Λάνγκτον, ο οποίος την συνάντησε σε σκλαβοπάζαρο της Σμύρνης και την οδήγησε στη συνέχεια στη Βοστώνη και την οικογένειά του. Εκεί έζησε τα επόμενα τρία χρόνια γαλήνια και ειρηνικά, μέχρι που πέθανε, εξασθενημένη από τις κακουχίες, σε ηλικία μόλις δεκατριών ετών.

Η μυθιστορηματική Γαρυφαλλιά ακολουθεί την τύχη του ιστορικού προσώπου. Από το σκλαβοπάζαρο της Σμύρνης θα την σώσει ο Φίλιπ Ντ. Κέρτις, Αμερικανός διπλωμάτης, και θα τη μεταφέρει στην πατρίδα του, την Ουάσινγκτον της Αμερικής, όπου μια νέα περιπέτεια θα ξεκινήσει για το κορίτσι. Η οικογένεια θα δεχτεί τη μικρή κόρη με αγάπη και θα αντιμετωπίσει τους εφιάλτες που τη βασανίζουν με ενσυναίσθηση και κατανόηση. Η Γαρυφαλλιά θα ταξιδέψει μακριά από το οδυνηρό ολοκαύτωμα των Ψαρών από τους Τούρκους σε μια χώρα που βασανίζεται από τα πάθη του ρατσισμού, της καταπίεσης των μαύρων και των ιθαγενών, όπου ο εμφύλιος είναι προ των πυλών και τα σκοινιά, ήδη, κρέμονται από τα δέντρα…

Το ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος είναι το έρεισμα για να καταθέσει η συγγραφέας τους βαθύτατους και ουσιαστικούς προβληματισμούς της για την πάλη ανάμεσα στην ελευθερία και τη σκλαβιά, όχι μόνο των ηρωίδων της, αλλά όλων των γυναικών και όλων όσων βρίσκονται σε υποδεέστερη κοινωνική θέση, όσους πολλούς αιώνες κι αν έχουν περάσει με αγώνες για ελευθερία και ισότητα. Τα ιστορικά γεγονότα δεν χρησιμοποιούνται πλέον ως αφήγηση που μυθοποιεί την ιδεολογία της επίσημης ιστοριογραφίας, αλλά ως αναλογία και ανοιχτό πεδίο ερμηνειών που ελευθερώνει τη συγγραφέα, η οποία τη διαμορφώνει σύμφωνα με την οπτική της. Το ολοκαύτωμα των Ψαρών, η διάκριση σε ελεύθερους και δούλους στην αμερικανική ήπειρο, φαινομενικά διαφορετικές ιστορίες, αποκαλύπτουν τις υπόγειες δυνάμεις που κινούν την ιστορική διαδικασία και δεν είναι άλλες από την εκμετάλλευση του αδυνάτου, την αυθαιρεσία της εξουσίας, την πάλη ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, την άρνηση της διαφορετικότητας.

Το μυθιστόρημα γράφεται με τη μορφή επιστολών, που εναλλάσσονται με πρωτοπρόσωπες, κυρίως, αφηγήσεις των ηρωίδων και των ηρώων. Ο αναγνώστης ακούει ισάξια δυνατά στο πολυφωνικό αυτό έργο τη φωνή της δολοφονημένης Λουίζ, που θρηνεί για την πατρίδα της που μυρίζει αίμα, για τα ποτάμια που θα δεχτούν πολλά νεκρά, αθώα κορμιά, για τα δάση που θα γεμίσουν κρεμάλες αθώων, της Βασιλικής, που περιμένει μέσα στο σκοτάδι της παραφροσύνης της την αδελφούλα της, της Κάθριν, που κάνει σκοπό της ζωής της τον συμβολικό νόστο της αδικοχαμένης Γαρυφαλλιάς, της Ζοζεφίν, που γεννήθηκε μέσα στη σκλαβιά και μεγάλωσε με ιστορίες για χαμένες πατρίδες, της Μάργκαρετ, που υπερασπίζεται με πάθος τα δικαιώματα των γυναικών και την ισότητα όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα από το φύλο και το χρώμα τους, του Φίλιπ και του Ντέιβιντ, που υψώνουν το ανάστημά τους απέναντι στην αδικία, της Τιτούμπα, που την κρέμασαν σε μια μεγάλη πλατεία, αφήνοντας το σώμα της να το φάνε τα αγριόσκυλα, της Γαρυφαλλιάς, που έχει το όνομα ενός λουλουδιού και μόχθησε να φέρει την ψυχή της ολόκληρη στους ξένους τόπους. Τα πρόσωπα περνώντας από την πράξη στον λόγο, συνάμα ήρωες και αφηγητές, μεταφέρουν την εμπειρία τους στο παρόν, κάνοντάς μας κοινωνούς των σκέψεων και των συναισθημάτων τους, και πολύ περισσότερο, ωθώντας μας να πάρουμε ενεργό μέρος στη δημιουργική εργασία της συγγραφέως, συμπληρώνοντας τις τραγικές ιστορίες ανελευθερίας και σκλαβιάς με πολλές άλλες που βιώνουμε καθημερινά. Ο λιτός, πυκνός λόγος, που θυμίζει τη γλώσσα των παραμυθιών, εξασφαλίζει την αυθεντικότητα και τον δραματικό χαρακτήρα μιας αφήγησης που δεν διακρίνεται από πάθη ή εξάρσεις, αλλά από κριτική στάση απέναντι σε όλους εκείνους που συνειδητά κερδοσκοπούν «επί το μέγα ερείπιον» της Γυναίκας Σκλάβας, αλυσοδένουν τους αδύνατους, στοχοποιούν τον Άλλον, τον Έτερο, τον Διαφορετικό:

«Στο Δάσος είμαστε πια χιλιάδες, πνεύματα δυστυχή, εξαντλημένα. Αν ποτέ περνάτε από ένα οποιοδήποτε Δάσος της γης μου, σκάψτε στο χώμα, αφήστε μια σταγόνα νερό, να αραιώσει λίγο λίγο το σκοτωμένο αίμα. Με λένε Τιτούμπα. Μας ονόμασαν Ινδιάνους, άπιστους, σατανικούς. Δεν κατάλαβα ποτέ καμία από τις λέξεις τους. Εσείς να με θυμάστε σαν ένα κορίτσι που αγαπούσε τον άνεμο και τα λουλούδια».[3]

 

 

Σημειώσεις:

 

[1] Άννα Γρίβα, Η Ελληνίδα σκλάβα, Μελάνι, Αθήνα 2022, σ. 151.

[2] Στο ίδιο, σ. 15.

[3] Στο ίδιο, σ. 153.

 

Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/epi-to-mega-ereipion-tis-gynaikas-sklavas-tis-despoinas-papastathi/